-
1 шёпот
шёпот м το ψιθύρισμα; говорить \шёпотом μιλώ ψιθυριστά* * *мτο ψιθύρισμαговори́ть шёпотом — μιλώ ψιθυριστά
-
2 шепотом
шепот||омнареч ψιθυριστά:говорить \шепотомом μιλώ ψιθυριστά. -
3 перешепнуть
-ну, -ншьρ.σ.μ. ψιθυρίζω, μεταδίνω ψιθυριστά.σιγομιλώ, σιγοκουβεντιάζω, μιλώ ψιθυριστά. -
4 шёпот
-а α.1. ψίθυρος•говорить -ом μιλώ ψιθυριστά.
2. διάδοση κρυφή, μυστική. -
5 шептать
шепчу, шепчешьρ.δ.1. ψιθυρίζω•шептать на ухо ψιθυρίζω στ αυτί.
|| μτφ. θροΐζω.2. διαδίδω κρυφά, μυστικά.1. μιλώ ψιθυριστά με κάποιον, σιγοκουβεντιάζω. || μτφ. θροίζω.2. κουτσομπολεύω στα κρυφά. -
6 шипеть
-плю, -пишь μτχ. ενστ. шипящий ρ.δ.1. σφυρίζω, συρίζω• (για φίδι) σίζω• τσιτσιρίζω. || προφέρω το φθόγγο σσσ... (σιωπή).2. μιλώ ψιθυριστά. || μουρμουρίζω.3. αφρίζω.
См. также в других словарях:
διαψιθυρίζω — (Α) 1. μιλώ ψιθυριστά 2. ψιθυρίζω αμοιβαία … Dictionary of Greek
κρυφολέω — μιλώ κρυφά ή ψιθυριστά, κρυφοψιθυρίζω … Dictionary of Greek
κρυφομουρμουρίζω — μιλώ κατ ιδίαν ή συζητώ με άλλον ψιθυριστά, κρυφά, χωρίς να ακούγομαι … Dictionary of Greek
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek
κρυφομιλώ — (Μ κρυφομιλώ) μιλώ κρυφά ή ψιθυριστά, με σιγανή φωνή … Dictionary of Greek
σιγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σιγά Α παντελής έλλειψη θορύβου, φωνής ή ήχου, απόλυτη ησυχία, σιωπή («θα τηρήσουμε ενός λεπτού σιγή για τον πεθαμένο ποιητή») νεοελλ. 1. (ειδικά) η απουσία ομιλίας 2. φρ. α) «τηρώ σιγή ιχθύος» δεν μιλώ καθόλου, δεν βγάζω… … Dictionary of Greek